Κατάθλιψη

Κατάθλιψη

Τι είναι κατάθλιψη;

Η κατάθλιψη (μείζων καταθλιπτική διαταραχή) είναι μια κοινή και σοβαρή ιατρική ασθένεια που επηρεάζει αρνητικά τον τρόπο που αισθάνεστε, τον τρόπο που σκέφτεστε και ενεργείτε. Ευτυχώς, είναι θεραπεύσιμη. Η κατάθλιψη προκαλεί συναισθήματα θλίψης ή / και απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που κάποτε απολαμβάνατε. Μπορεί να οδηγήσει σε μια ποικιλία συναισθηματικών και σωματικών προβλημάτων και μπορεί να μειώσει την ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί στην εργασία και στο σπίτι.

Διαγνωστικά κριτήρια για της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής και καταθλιπτικά επεισόδια

Κριτήρια DSM-IV για μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (ΜΚΔ)

• Καταθλιπτική διάθεση ή απώλεια ενδιαφέροντος ή ευχαρίστησης από καθημερινές δραστηριότητες για περισσότερο από δύο εβδομάδες.

Εναλλαγές στην διάθεση κατά την διάρκεια της ημέρας

• Μειωμένη δραστηριότητα: κοινωνική, επαγγελματική, εκπαιδευτική.

Συγκεκριμένα συμπτώματα, τουλάχιστον 5 από αυτά τα 9, εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά:

1. Καταθλιπτική διάθεση ή ευερεθιστότητα κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, σχεδόν κάθε μέρα, όπως υποδεικνύεται είτε από τον ίδιο τον ασθενή (π.χ. αίσθηση λύπης ή κενού) ή από παρατήρηση τρίτων (π.χ. φαίνεται ευσυγκίνητος/η)

2. Μειωμένο ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση από τις περισσότερες δραστηριότητες, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας

3. Σημαντική αλλαγή βάρους (5%) ή μεταβολή της όρεξης

4. Μεταβολή στον ύπνο: Αϋπνία ή υπερυπνία

5. Μεταβολή δραστηριότητας: Ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση

6. Κόπωση ή έλλειψη ενέργειας

7. Ενοχές / αναξιότητα: Αίσθημα αναξιότητας ή υπερβολική ή ακατάλληλη ενοχή

8. Συγκέντρωση: μειωμένη ικανότητα σκέψης ή συγκέντρωσης, ή περισσότερη αναποφασιστικότητα

9. Αυτοκτονία: Σκέψεις γύρω από τον θάνατο ή την αυτοκτονία ή σχεδιασμός αυτοκτονίας

Τα συμπτώματα πρέπει να διαρκούν τουλάχιστον δύο εβδομάδες για να υφίσταται διάγνωση κατάθλιψης.

Πηγή: DSM-5

Τύποι και συμπτώματα

Ανάλογα με τον αριθμό και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ένα καταθλιπτικό επεισόδιο μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως ήπιο, μέτριο ή σοβαρό.

Μια βασική διάκριση γίνεται επίσης μεταξύ της κατάθλιψης σε άτομα που έχουν ή δεν έχουν ιστορικό μανιακών επεισοδίων. Και οι δύο τύποι κατάθλιψης μπορεί να είναι χρόνιοι (δηλ. παρατεταμένης διάρκειας) με υποτροπές, ειδικά εάν δεν ακολουθείται θεραπεία.

Επαναλαμβανόμενη καταθλιπτική διαταραχή: αυτή η διαταραχή περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα καταθλιπτικά επεισόδια. Κατά τη διάρκεια αυτών των επεισοδίων, το άτομο παρουσιάζει κατάθλιψη, απώλεια ενδιαφέροντος και απόλαυσης και μειωμένη ενέργεια που οδηγεί σε μειωμένη δραστηριότητα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Πολλοί άνθρωποι με κατάθλιψη υποφέρουν επίσης από συμπτώματα άγχους, διαταραγμένο ύπνο και όρεξη και μπορεί να έχουν συναισθήματα ενοχής ή χαμηλής αυτοεκτίμησης, κακή συγκέντρωση και ακόμη και συμπτώματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με ιατρική διάγνωση.

Ανάλογα με τον αριθμό και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, ένα καταθλιπτικό επεισόδιο μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως ήπιο, μέτριο ή σοβαρό. Ένα άτομο με ήπιο καταθλιπτικό επεισόδιο θα έχει κάποιες δυσκολίες να συνεχίσει τις συνήθεις εργασίες και τις κοινωνικές του δραστηριότητες, αλλά πιθανότατα να μην πάψει να λειτουργεί πλήρως. Κατά τη διάρκεια ενός σοβαρού καταθλιπτικού επεισοδίου, είναι απίθανο ο πάσχων να μπορεί να συνεχίσει με κοινωνικές, εργασιακές ή οικιακές δραστηριότητες, εκτός από έναν περιορισμένο αριθμό.

Διπολική συναισθηματική διαταραχή: αυτός ο τύπος κατάθλιψης χαρακτηρίζεται συνήθως από μανιακά και καταθλιπτικά επεισόδια που διαχωρίζονται από περιόδους κανονικής διάθεσης. Τα μανιακά επεισόδια περιλαμβάνουν αυξημένη ή ευερέθιστη διάθεση, υπερβολική δραστηριότητα, έντονη ομιλητικότητα, αυξημένη αυτοεκτίμηση και μειωμένη ανάγκη για ύπνο.

Παράγοντες που συμβάλλουν και πρόληψη

Η κατάθλιψη οφείλεται σε μία πολύπλοκη αλληλεπίδραση κοινωνικών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων. Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί δυσάρεστες καταστάσεις (ανεργία, πένθος, ψυχολογικό τραύμα) είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν κατάθλιψη. Η κατάθλιψη μπορεί, με τη σειρά της, να οδηγήσει σε περισσότερο άγχος και δυσλειτουργία και να επιδεινώσει την κατάσταση της ζωής του προσβεβλημένου ατόμου αλλά και την ίδια την κατάθλιψη.

Υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ της κατάθλιψης και της σωματικής υγείας. Για παράδειγμα, η καρδιαγγειακή νόσος μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη και αντίστροφα.

Φαίνεται πωςι τα προγράμματα πρόληψης μειώνουν την κατάθλιψη. Οι αποτελεσματικές κοινοτικές προσεγγίσεις για την πρόληψη της κατάθλιψης περιλαμβάνουν σχολικά προγράμματα για την ενίσχυση της θετικής σκέψης σε παιδιά και εφήβους. Οι παρεμβάσεις για τους γονείς των παιδιών με προβλήματα συμπεριφοράς μπορούν να μειώσουν τα γονικά καταθλιπτικά συμπτώματα και να βελτιώσουν τα αποτελέσματα για τα παιδιά τους. Τα προγράμματα σωματικής άσκησης για τους ηλικιωμένους μπορούν επίσης να είναι αποτελεσματικά στην πρόληψη της κατάθλιψης.

 Διάγνωση και θεραπεία

Υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες τόσο για την ήπια όσο και για τη σοβαρή κατάθλιψη. Οι φορείς ιατρικής φροντίδας μπορούν να προσφέρουν ψυχολογικές θεραπείες όπως ενεργοποίηση συμπεριφοράς, γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT) και διαπροσωπική ψυχοθεραπεία (IPT) ή αντικαταθλιπτικά φάρμακα όπως επιλεγμένοι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) και τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών (TCAs). Οι φορείς ιατρικής φροντίδας πρέπει να λάβουν υπόψη τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με την αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή, την ικανότητά τους να παρέχουν είτε παρέμβαση (από άποψη εμπειρογνωμοσύνης, ή / και διαθεσιμότητας θεραπείας) και τις ατομικές προτιμήσεις. Διαφορετικές μορφές ψυχολογικής υποστήριξης που μπορούν να ληφθούν υπόψη περιλαμβάνουν ατομικές και / ή ομαδικές ψυχολογικές κατ’ ιδίαν θεραπείες που παρέχονται από επαγγελματίες ψυχοθεραπευτές

Οι ψυχοκοινωνικές θεραπείες είναι επίσης αποτελεσματικές για την ήπια κατάθλιψη. Τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να είναι μια αποτελεσματική μορφή θεραπείας για μία μέτρια σοβαρή κατάθλιψη αλλά δεν είναι η πρώτη επιλογή θεραπείας για περιπτώσεις ήπιας κατάθλιψης. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της κατάθλιψης σε παιδιά και επίσης δεν αποτελούν την πρώτη επιλογή θεραπείας σε εφήβους, στους οποίους θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή.

Πηγή: World Health Association.

wpChatIcon